- πεφωτισμένοι
- φωτίζωshineperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πεφωτισμένοι — (Illuminati). Οπαδοί θρησκευτικών ομάδων, που ισχυρίζονταν ότι φωτίζονταν απευθείας από το θεό χωρίς τη βοήθεια των μυστηρίων. Έδρασαν κυρίως στην Ισπανία και τη Βαυαρία. Οι Ισπανοί Π. (Alumbrados) αποτέλεσαν ομάδα η οποία έδρασε κατά το 16o αι.… … Dictionary of Greek
φωτίζω — ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός] 1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.) 2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά… … Dictionary of Greek
Angels & Demons — This article is about the novel Angels and Demons. For the movie, see Angels Demons (film). For other uses, see Angels Demons (disambiguation). Angels Demons … Wikipedia
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek